- κολεάζω
- κολεάζω (Α) [κολεός](κατά τον Ησύχ.) βάζω στον κολεό, βάζω στο θηκάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολεάζειν — κολεάζω dance pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολεάζοντες — κολεάζω dance pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολεῷ — κολεάζω dance fut opt act 3rd sg κολεόν sheath neut dat sg κολεός sheath of the heart masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολεῶν — κολέα dance fem gen pl κολεάζω dance fut part act masc voc sg κολεάζω dance fut part act neut nom/voc/acc sg κολεάζω dance fut part act masc nom sg (attic epic ionic) κολεόν sheath neut gen pl κολεός sheath of the heart masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολεασμός — κολεασμός, ὁ (Α) [κολεάζω] (κατά τον Ησύχ.) η τοποθέτηση σε θήκη … Dictionary of Greek
κολεός — I Επίπεδη βάση φύλλων, η οποία περιβάλλει τον βλαστό κατά μήκος των γονάτων και συναντάται κυρίως στα άμισχα φύλλα των μονοκοτυλήδονων φυτών, όπως είναι το σιτάρι και τα άλλα αγρωστώδη φυτά. Διακρίνοναι δύο τύποι κ.: ο ανοιχτός και ο κλειστός·… … Dictionary of Greek
κολεάσα — κολεά̱σᾱ , κολεάζω dance fut part act fem nom/voc/acc dual (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)